«Άγχος είναι μια δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση αναταραχής και φόβου, η οποία προκαλεί στο άτομο ψυχική δυσφορία, διέγερση και ανησυχία».
Το φάσμα των αγχωδών διαταραχών είναι μεγάλο και μέσα σʾ αυτές συμπεριλαμβάνεται και το σχολικό άγχος. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι ο φόβος και η άρνηση για το σχολείο. Φυσικά, όλα τα παιδιά κάποια στιγμή είναι δυνατόν να εκφράσουν άρνηση για το σχολείο, η οποία είναι ανησυχητική μόνο όταν αποκτά έναν συστηματικό και μη παροδικό χαρακτήρα. Το σχολικό άγχος ενισχύεται από παράγοντες άμεσα συνδεδεμένους με το σχολείο, το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και με ατομικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, άγχος μπορεί να προκαλέσει ο φόρτος εργασίας στα σχολεία, οι πολυάριθμες εξετάσεις και οι τρόποι εξέτασης, η πίεση των γονιών για σχολική επιτυχία και η υπερβολική αντίδραση σε μια πιθανή χαμηλή επίδοση, η εικόνα που έχει το παιδί για τον εαυτό του, η ύπαρξη ή μη αυτοπεποίθησης, η δυσκολία κατανόησης κάποιων γνωστικών αντικειμένων, ο ανταγωνισμός μεταξύ των μαθητών, το πέρασμα από το σπίτι στο σχολείο, από μια βαθμίδα σε μια άλλη, από ένα σχολικό περιβάλλον σε ένα άλλο, οι υψηλές απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, η μη υποστηρικτική στάση του δασκάλου.
Όλα τα παραπάνω είναι πιθανό να δημιουργήσουν ή να ενισχύσουν το σχολικό άγχος, το οποίο επηρεάζει την ικανότητα του μαθητή να συγκεντρωθεί και να ανακαλέσει τις απαραίτητες πληροφορίες από τη μνήμη του. Επηρεάζει, ακόμα, τις συναναστροφές με τους συνομηλίκους.
Πώς αναγνωρίζω το σχολικό άγχος;
Το άγχος μπορεί να εκδηλωθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Απʾ τη μία, είναι οι μαθητές, οι οποίοι εκφράζουν το άγχος τους με εσωστρέφεια, παθητικότητα, αποφυγή εμπλοκής σε κάποια σχολική δραστηριότητα. Τα παιδιά αυτά αν και φαίνονται ικανά να παρακολουθήσουν τη ροή του μαθήματος, δε συμμετέχουν στη μαθησιακή διαδικασία και παρουσιάζουν εύκολη διάσπαση προσοχής. Απʾ την άλλη, ορισμένα παιδιά εξωτερικεύουν το άγχος με υπερδιέγερση, νευρικότητα ή και επιθετικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις τα παιδιά εγκλωβίζονται μέσα στην εικόνα του αδύναμου, αποστασιοποιημένου, φοβισμένου και αδιάφορου μαθητή, ο οποίος καταλήγει σε έναν συμπεριφορικό φαύλο κύκλο.
Ο εκπαιδευτικός, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις, έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης και γιʾ αυτό οφείλει να γνωρίζει τα ανησυχητικά σημάδια. Οι ακραίες αντιδράσεις (ξεσπάσματα θυμού, κλάματα), οι σωματικές ενοχλήσεις (πονοκέφαλος, κοιλόπονος, ζαλάδες, δυσκολία στην αναπνοή, τάση για λιποθυμία, ατονία, ταχυπαλμίες), οι σκέψεις ή οι συμπεριφορές που δηλώνουν φόβο. Συχνά τα παιδιά, μέσα από γραπτές εργασίες «προδίδουν» τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Για παιδιά μικρότερης ηλικίας, το παιχνίδι παίζει τον ίδιο ρόλο, χαμηλώνοντας τις άμυνές τους και επιτρέποντάς τους να εκφραστούν ευκολότερα‒, η αποστασιοποίηση από σχολικές δραστηριότητες, τα αισθήματα ντροπής, η ανασφάλεια για κοινωνικές επαφές και σχολικές επιδόσεις, η συνεχής ανάγκη για επιβράβευση από το δάσκαλο, η θυματοποίηση, η αποφυγή δύσκολων καταστάσεων (π.χ. να διαβάσει δυνατά στην τάξη ένα κείμενο, να σηκωθεί στον πίνακα) είναι ενδείξεις ότι ο μαθητής χρειάζεται βοήθεια.
Διάβασε επίσης :
Ψtalk: “Πώς να διαχειριστώ το άγχος για τις Πανελλήνιες εξετάσεις;”
Το σχολικό άγχος , μαζί με τις λοιπές αγχώδεις διαταραχές, δε γίνεται συνήθως αντιληπτό από τους εκπαιδευτικούς, είτε διότι δεν έχουν τη γνωστική επάρκεια, ώστε να το αντιληφθούν, είτε διότι δίνεται έμφαση στη μαθησιακή διαδικασία σε βάρος των συναισθηματικών επιπτώσεων που μπορεί αυτή να έχει σε μια τόσο ευαίσθητη και πολύπλοκη ηλικιακή ομάδα. Συχνό είναι, επίσης, τα παιδιά που εκδηλώνουν το άγχος τους με κραυγαλέες αντιδράσεις να λαμβάνουν περισσότερη προσοχή απʾ ότι τα πιο ντροπαλά και αποστασιοποιημένα παιδιά, τα οποία δε συνηθίζουν να δημιουργούν προβλήματα στη σχολική τάξη.
Πρόληψη και αντιμετώπιση του σχολικού άγχους
Αφετηρία της πρόληψης ,αλλά και της αντιμετώπισης, είναι η ύπαρξη ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος που εμπνέει στους μαθητές ασφάλεια, καθώς και η επαρκής ενημέρωση των εκπαιδευτικών για ψυχοπαιδαγωγικά ζητήματα. Η θέση του δασκάλου είναι καταλυτική και το εκπαιδευτικό σύστημα έχει ευθύνη να τον προετοιμάσει. Η καλή ή όχι σχέση του δασκάλου με τον μαθητή ‒κάτι που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό απʾ το αν ο εκπαιδευτικός γνωρίζει να χειριστεί ψυχοκοινωνικές καταστάσεις, να δημιουργήσει ένα προσιτό προφίλ δασκάλου, να χτίσει σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί‒ είναι ικανή να πυροδοτήσει ή να κοπάσει την ανασφάλεια και το άγχος του. Αντίστοιχα, το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να προετοιμάσει και να στηρίξει το παιδί στα μεταβατικά στάδια, να αντιμετωπίζει θετικά τις σχολικές αποτυχίες και να μην ασκεί πίεση για υψηλή σχολική επίδοση.
Αν ένα παιδί βιώνει ήδη σχολικό άγχος, οι ενέργειες αντιμετώπισης μπορούν να προέρχονται από πολλές κατευθύνσεις. Μείζονα ρόλο παίζει ξανά το οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να έχει άμεση συμμετοχή και να είναι, φυσικά, ενήμερο για οποιαδήποτε τακτική ή παρέμβαση. Σημαντικό είναι, ακόμα, να βρεθεί η πηγή του άγχους, διότι δεν μπορεί κανείς να πολεμήσει κάτι που δεν γνωρίζει τι είναι ή τι το τροφοδοτεί. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται η συμβολή ενός ψυχολόγου, ο οποίος δίνει την κατεύθυνση και τα μέσα τόσο στον εκπαιδευτικό, όσο και στους γονείς, ενώ παράλληλα στηρίζει και βοηθάει ο ίδιος το παιδί.
Όσον αφορά το πρακτικό κομμάτι των δράσεων από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού και του σχολείου, ο δάσκαλος μπορεί να πλησιάσει με φιλική διάθεση το παιδί στα διαλείμματα και να ακούσει τι έχει να πει, να πειραματιστεί με τις μεθόδους διδασκαλίας του, να ενθαρρύνει και να επιδοκιμάζει τις προσπάθειες του μαθητή και να του αναθέτει σταδιακά ευθύνες και δράσεις που δεν τον τρομάζουν. Σκοπός είναι να δημιουργηθεί ένα ευέλικτο σχολικό περιβάλλον που δεν απευθύνεται σε λίγους. Ο τρόπος διαχείρισης ψυχικό-συναισθηματικών καταστάσεων όπως και ο τρόπος προσέγγισης της μαθησιακής διαδικασίας δεν μπορεί να είναι ένας και καθολικός, αλλά όσοι και οι μαθητές.
Σίγουρα όλοι θυμόμαστε, είτε ως μαθητές είτε ως εκπαιδευτικοί, εκείνο το παιδί στο τελευταίο θρανίο που έκανε φασαρία, ήταν επιθετικό προς τον δάσκαλο, διέκοπτε συνέχεια το μάθημα και έδειχνε αδιάφορο να μάθει. Θυμόμαστε, ακόμα, εκείνο το παιδί που ήταν πάντα ήσυχο με κατεβασμένη την κουκούλα από το φούτερ και δε συμμετείχε ποτέ στο μάθημα. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, τέτοια παιδιά απλώς να μην έχουν κλίση προς κάποιο γνωστικό αντικείμενο. Υπάρχει, όμως, και πιθανότητα οι μαθητές αυτοί να βιώνουν σχολικό άγχος. Ας είμαστε ενήμεροι και προετοιμασμένοι, ο καθένας με την ιδιότητά του, να αναγνωρίσει τη διαφορά και να δώσει προσοχή.
Βιβλιογραφία:
Ηλίας Ε. Κουρκούτας, Συναισθηματικές και Συμπεριφορικές Διαταραχές στα Παιδιά, Τόπος
Αικατερίνη Μαριδάκη- Κασσωτάκη, Παιδαγωγική Ψυχολογία, Ιάδραση
Τα άγχη των παιδιών μέσα στη σχολική τάξη: ένα πρόγραμμα παρέμβασης , Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Εικόνες από pexels.com και unsplash.com