Προσκόλληση και Παιδί
Αναρτήθηκε από το www.freepik.com

Προσκόλληση και Παιδί

Η ανάπτυξη του δεσμού μεταξύ ενός γονέα και του παιδιού του, αποτελεί έναν από τα σημαντικότερα στοιχεία της ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Ο δεσμός αυτός αποτελεί έναν φραγμό που σχηματίζεται στο παιδί και στις διάφορες καταστάσεις που θα του συμβούν στην ζωή. Η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ήδη από τα πρώτα χρόνια θα συμβεί μέσα από διάφορες καταστάσεις οι οποίες θα του δώσουν τα κατάλληλα εφόδια αντίδρασης σε περίπτωση που συμβούν ξανά άλλες παρόμοιες στρεσογόνες καταστάσεις στην ζωή του.

Πώς όμως εδραιώνεται η σχέση αυτή ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους ανάμεσα σε εκείνο και τους γονείς τους; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση δίνεται μέσω της Θεωρία της Προσκόλλησης η οποία εξ’ ορισμού δηλώνει και επεξηγεί την σχέση αυτή, με τον John Bowlby (1951) να δηλώνει πως η Προσκόλληση αφορά την σχέση του φροντιστή και του γονέα, η οποία επιφέρει θετικά συναισθήματα (Feldman, 2010). Ο λόγος ο οποίος ο γονέας αναφέρεται ως φροντιστής, είναι επειδή ο δεσμός της προσκόλλησης μπορεί να αναπτυχθεί και ανάμεσα σε άτομο το οποίο δεν αποτελεί τον βιολογικό γονέα του παιδιού, όπως σε περιπτώσεις μίας υιοθεσίας.

Ο κάθε γονέας έχει και τις δικές του σκέψεις σχετικά με την ανατροφή του παιδιού του και ο δεσμός που δημιουργείται μεταξύ τους, δηλαδή ο τύπος προσκόλλησης, καθορίζει και τον τρόπο που το άτομο θα αντιδρά στα διάφορα γεγονότα στην ζωή του. Κατά την διάρκεια της ανατροφής του, ο γονέας συμβάλλει στην ανάπτυξη των συναισθημάτων που δημιουργούνται στο παιδί με την συμπεριφορά του. Για παράδειγμα, στην συνθήκη όπου ένα βρέφος κλαίει επειδή πεινάει, έχουμε δύο είδη γονέων. Ο ένας γονέας την στιγμή που θα ακούσει το κλάμα αντιδρά κατευθείαν για να το καθησυχάσει με στοργικό τρόπο, δίνοντας του γάλα και ο άλλος γονέας το αφήνει να κλάψει μέχρι κάποια στιγμή να αποφασίσει να ασχοληθεί με αυτό. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει κάλυψη της ανάγκης, απλά με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Ο τρόπος αυτός καθορίζει και την μετέπειτα συμπεριφορά του στην εξέλιξη της ζωής του (Taubman,2019).

“The caregiving behavioral system”

Κάθε άτομο είναι στην γέννησή του, «προγραμματίζεται» στο να παρέχει ασφάλεια και φροντίδα σε κάποιο άλλο άτομο γύρω του το οποίο εξαρτάται από αυτόν ή ηλικιακά δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από τον φροντιστή του. Η συμπεριφορά αυτή, σύμφωνα με τον Bowlby (1982) εξηγείται με τον τρόπο πως αυτές οι συμπεριφορές οργανώνονται σε ένα σύστημα συμπεριφορών που έχει ως στόχο την φροντίδα και προέκυψε από την πορεία της εξέλιξης του ατόμου. Ο στόχος του συστήματος αυτού κατά τον Bowlby (1982) είναι να προστατεύσει τα άτομα γύρω του από διάφορες βλάβες και να το αναθρέψει με όση λιγότερη ταλαιπωρία μπορέσει. Το σύστημα φροντίδας λοιπόν, έχει αναπτυχθεί για να ικανοποιεί τις ανάγκες των ατόμων για προστασία σε περιπτώσεις που το άτομο χρειάζεται προστασία από κινδύνους και δυσφορίας, έτσι ο φροντιστής σε αυτή την περίπτωση είναι το «ασφαλές καταφύγιο» του ατόμου. Επίσης, το ίδιο σύστημα, πέρα από την προστασία, του προάγει την ασφάλεια για εξερεύνηση, για αυτονομία και την ανάπτυξη όταν το έδαφος είναι ασφαλές και επιθυμητό, έτσι ο φροντιστής σε αυτή την περίπτωση είναι η «ασφαλής βάση για εξερεύνηση» (Taubman, 2019).

Το σύστημα συμπεριφοράς εξ’ ορισμού αφορά ένα «βιολογικά βασισμένο σύστημα ελέγχου κινήτρων» το οποίο κανονίζει τις συμπεριφορές που σχετίζονται με έναν συγκεκριμένο στόχο.  Τέτοιου είδους συστήματα περιλαμβάνουν συμπεριφορές οι οποίες συντονίζουν το άτομο έτσι ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του με προσαρμοστικές λειτουργίες., ενεργοποιούνται και τερματίζονται από τις ενδείξεις του περιβάλλοντος, μεταβάλλονται σύμφωνα με τον στόχο, δηλαδή αναλόγως με τον τρόπο που ένα άτομο πετυχαίνει έναν στόχο, αυτό «αποθηκεύει» στο σύστημα του και το χρησιμοποιεί μελλοντικά για επίτευξη άλλου στόχου. Επίσης, οι συμπεριφορές αυτές σχετίζονται και αλληλοεπιδρούν με άλλα συστήματα συμπεριφορών, αλλάζουν, οργανώνονται και ενσωματώνονται από συγκεκριμένα συστήματα γνωστικού ελέγχου, τις νοητικές αναπαραστάσεις (George and Solomon, 2015).

Οι George and Solomon (1999), περιγράφουν τέσσερα στυλ φροντίδας τα οποία έχουν παρατηρηθεί στις γονικές συμπεριφορές. Το πρώτο στυλ αφορά την ευέλικτη φροντίδα η οποία είναι το πιο κοινό στυλ φροντίδας που εφαρμόζεται. Στο στυλ αυτό, η σχέση με το παιδί εμπλέκεται πολύ και μειώνεται καθώς εκείνο μεγαλώνει, αλλάζει ως προς τις γνωστικές του ικανότητες και την αναπτυξιακή του κατάσταση. Το δεύτερο στυλ αφορά την «αποφυγή φροντίδας» και αφορά τις μητέρες οι οποίες προτιμούν και επιλέγουν να φροντίζουν το παιδί τους απομακρυσμένα. Στοχεύουν στην ανατροφή ενός ανεξάρτητου παιδιού από πολύ νωρίς. Το τρίτο στυλ, αφορά την «αμφίθυμη φροντίδα» στην οποία ο γονέας προτιμά φροντίδα που είναι στενά συνδεδεμένη με το παιδί και πιστεύουν ότι λόγω του ότι είναι παρόν στην φροντίδα τους, τα παιδιά είναι και ασφαλή. Τέλος, το τέταρτο στυλ αφορά την «φροντίδα αναπήρων» η οποία φροντίζει το παιδί σε σημείο το οποίο το ίδιο αισθάνεται ανασφαλή και αδύναμο να σταθεί μόνο του. Πιο απλά, περιορίζεται η ανεξαρτησία του παιδιού, το παιδί αισθάνεται «κρεμασμένο» από την μητέρα (George and Solomon, 1999).

Νοητικές Αναπαραστάσεις της Γονικής φροντίδας

Ο ερχομός ενός παιδιού στην ζωή αποτελεί ένα χαρμόσυνο γεγονός αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και ένα γεγονός το οποίο αγχώνει και στρεσάρει τον γονέα. Ο υποψήφιος γονέας αντιλαμβάνεται ότι η ζωή του θα αλλάξει ριζικά και μόνιμα με τον ερχομό του παιδιού του και έτσι ξεκινά να φαντάζεται την ζωή του με το παιδί, πώς θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικός στον μελλοντικό του ρόλο, πώς θα μπορέσει να του δώσει τις αρχές και τις αξίες που θέλει και θα καταλήξει να γίνει ένας υπεύθυνος ενήλικας. Με πιο απλά λόγια, φαντάζεται τον ρόλο του ως γονιός.

Όπως προαναφέρθηκε, η προετοιμασία του ατόμου για την γονεϊκότητα, αναπτύσσει κάποιες νοητικές αναπαραστάσεις οι οποίες διαδραματίζουν τον ρόλο του ως γονέας και την μεταξύ τους σχέση (Mikulincer and Shaver, 2016). Πώς όμως οι νοητικές αναπαραστάσεις επηρεάζονται από το ίδιο το άτομο; Διάφορες μελέτες έχουν διεξαχθεί για να δείξουν τις νοητικές αναπαραστάσεις και την ποιότητά τους σχετικά με τον δεσμό προσκόλλησης του υποψήφιου γονέα.

Οι Olsavsky et al., (2020), στην έρευνά τους, χρησιμοποίησαν δείγμα 182 ζευγαριών. Τα ζευγάρια αυτά επρόκειτο να γίνουν γονείς και έτσι οι Olsavsky et al., (2020) θέλησαν να διερευνήσουν την συσχέτιση μεταξύ του άγχους και της αποφευκτικής προσκόλλησης της μητέρας και του πατέρα καθώς και την ζήλια των συντρόφων τους για την σχέση που αναπτύσσουν στους πρώτους τρεις μήνες μετά τον τοκετό. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έρευνας αναφέρει πως οι σύντροφοι ένιωθαν μεγαλύτερο ποσοστό ζήλιας, εφόσον είχε έρθει το παιδί στην ζωή τους. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι σύντροφοι είχαν υψηλό άγχος προσκόλλησης, έτσι με γνώμονα αυτόν τον παράγοντα, δεν υπήρξε διαφορά στο φύλο του συντρόφου που ένιωθε το αίσθημα της ζήλιας απέναντι στην σχέση βρέφους και γονέα. Από αυτή την έρευνα, γίνεται αντιληπτό ότι το άγχος προσκόλλησης, προάγει μία δύσκολη προσαρμογή στην σχέση αλλά ταυτόχρονα μπορεί να βοηθήσει στην δημιουργία μιας υγιούς σχέσης μεταξύ τους (Olsavsky et al., 2020).

Σε παρόμοια χνάρια διερεύνησης, διεξήχθη και η έρευνα των Walsh and Zadurian (2022), οι οποίοι είχαν στο στόχαστρο παιδία ηλικιών 12 έως 15 οι οποίοι διερευνήθηκαν ως προς τις σχέσεις μεταξύ του δεσμού προσκόλλησης και της ποιότητας της σχέσης με τον γονέα του σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του παιδιού. Το στυλ προσκόλλησης στην συγκεκριμένη έρευνα λειτούργησε ως προβλεπτικός παράγοντας για την ποιότητα της σχέσης αυτής. Στα αποτελέσματα της έρευνας αυτής αναφέρθηκε πως το άγχος που σχετιζόταν με τον δεσμό προσκόλλησης αλλά όχι η αποφυγή προσκόλλησης σχετιζόταν με την ποιότητα που θα αναπτυσσόταν στην σύνδεση με το παιδί. Συγκεκριμένα οι ερευνητές αναφέρουν πως ο χαρακτήρας και η ιδιοσυγκρασία του παιδιού ήταν ο μοναδικός προβλεπτικός παράγοντας ο οποίος καθόριζε την ποιότητα της σχέσης που αναπτυσσόταν στον γονέα και στο παιδί (Walsh and Zadurian, 2022).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η έρευνα των Hechler et al., (2019), οι οποίοι μελέτησαν την μελλοντική συμπεριφορά των γονέων έτσι ώστε να μπορούν να εντοπιστούν διάφοροι παράγοντες κινδύνου όσον αφορά τους γονείς, εάν ήταν δυνατόν και πριν την γέννηση του παιδιού του. Συγκεκριμένα, οι Hechler et al., (2019), είχαν δείγμα 57 μητέρες και άνδρες οι οποίοι εκτέθηκαν σε έναν προσομοιωτή βρεφικού κλάματος. Ο στόχος τους ήταν να δοκιμάσουν τις ανταποκρίσεις των μελλόντων γονέων στο ερέθισμα του κλάματος, πράγμα που αναμενόταν να συμβεί και στην ζωή του, αφού γεννηθεί το βρέφος τους. Οι μελλοντικοί γονείς δοκιμάστηκαν και πριν αλλά και μετά τον ερχομό του μωρού τους, όσο εκείνο ήταν 6 εβδομάδων και μαγνητοσκοπήθηκαν κατά την αλληλεπίδρασή τους με το βρέφος στο σπίτι τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής ανέφεραν πως οι γονείς αντιδρούσαν το ίδιο στοργικά και απευθείας στο κλάμα του μωρού, τόσο πριν την γέννησή του (στον προσομοιωτή) όσο και μετά την γέννηση (με το βρέφος στο σπίτι τους). Το γεγονός ότι οι γονείς είχαν σχετικά γρήγορη ανταπόκριση στην ανάγκη του μωρού, δίνει ένα πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη μίας δυνατής σχέσης μεταξύ τους (Hechler et al., 2019).

Το να επικοινωνεί ο γονέας με το μωρό του αποτελεί ένα πολύ σημαντικό αγαθό και εφόδιο για την μετέπειτα ζωή μαζί του. Ουσιαστικά, η επικοινωνία αυτή συνδέει τα εξωτερικά ερεθίσματα με το παιδί, κάνοντάς το να καταλάβει την οικιακή και παιδική φροντίδα αλλά και να ικανοποιήσει και τον ίδιο φροντιστή, με την έννοια ότι το φροντίζει και το υποστηρίζει. Η έρευνα των Owen, Ware and Barfoot (2000), μελέτησε την ποιότητα της σχέσης της μητέρας με το παιδί και την μεταξύ τους επικοινωνία. Πιο συγκεκριμένα και στα αποτελέσματα της έρευνας, αναφέρεται πως όταν ο γονέας επικοινωνεί πολύ με το παιδί, επιτυγχάνει μία σχέση η οποία συνδέεται άρρηκτα με την συνεργασία του μαζί του, με την φροντίδα του και την ανατροφή του. Πετυχαίνει δηλαδή να του περάσει όλα τα απαραίτητα δεδομένα που χρειάζονται για να το βοηθήσει να επιτύχει τους στόχους της ανατροφής του (Owen, Ware and Barfoot, 2000).

Ατομικές διαφορές στις νοητικές αναπαραστάσεις στην γονεϊκή φροντίδα

Το εγχείρημα των γονέων ως προς την ανατροφή του παιδιού είναι να του παρέχουν την φροντίδα που χρειάζεται για να μεγαλώσει, να το κρατάνε υγιές τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά, να αποφεύγουν να το πληγώνουν και γενικότερα να το φροντίζουν σε όποια δυσκολία προκύψει. Επίσης, να το μπορούν να το ελέγξουν, να του θέσουν τα κατάλληλα όρια και να τα τηρούν και τέλος, να το αναπτύξουν πνευματικά, να του παρέχουν την κατάλληλη εκπαίδευση, να το κάνουν να καταλάβει τις δυνατότητές του και τι μπορεί να πετύχει μέσα από την εκπαίδευση και τις διάφορες άλλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες (De Jong, 2014). Για να πετύχουν όλοι αυτοί οι στόχοι, απαιτείται η κατάλληλη συνεργασία των γονέων.

Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και πόσο μάλλον δύο άνθρωποι που υπάρχουν μαζί σαν ζευγάρι και επρόκειτο να γίνουν γονείς. Αυτό συνεπάγεται και διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα και κατ’ επέκταση και στον τρόπο τον οποίο οι ίδιοι φαντάζονται τον εαυτό τους ως γονείς στο μελλοντικό τους παιδί. Ο Chamorro – Premuzic (2013) αναφέρει πως γενικότερα ένα άτομο τείνει να αποκτά την συμπεριφορά του δικού του γονέα – να μιμείται δηλαδή έως έναν βαθμό τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ανατράφηκε και αυτή την συμπεριφορά να την εξάγει και εκείνος στην σχέση του, στον γάμο του και ακόμα και όταν έρθει στον κόσμο το παιδί του. Ωστόσο, κατά γενικό κανόνα, δύο άτομα που ζουν μαζί, καταλήγουν να αναπτύσσουν ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα (Chamorro – Premuzic, 2013).

Πάνω στις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων σε ένα ζευγάρι, στάθηκε η έρευνα των Fonseca, Nazare and Canavarro (2018), οι οποίοι μελέτησαν τις νοητικές αναπαραστάσεις προσκόλλησης και τις νοητικές αναπαραστάσεις όσον αφορούσε την φροντίδα του ατόμου και του συντρόφου τους. Οι Fonseca, Nazare and Canavarro (2018) στηρίχτηκαν στην θεωρία τα προσκόλλησης η οποία αναφέρει πως οι ατομικές διαφορές στην συμπεριφορά της γονεϊκής φροντίδας μπορεί να επιδρούν στις νοητικές αναπαραστάσεις που έχει ο ίδιος ως φροντιστής του παιδιού του και να οφείλεται στην ήδη υπάρχουσα προσκόλληση που έχει εδραιωθεί από την δική του παιδική ηλικία. Το δείγμα της παρούσας έρευνας ήταν 286 ζευγάρια και δοκιμάστηκαν κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και ένα μήνα μετά τον τοκετό. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως και οι μέλλοντες γονείς οι οποίοι είχαν ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης, έτειναν να θεωρούν την φροντίδα του παιδιού τους λιγότερο σημαντικοί σε σχέση με τους μέλλοντες γονείς των οποίων ο δεσμός προσκόλλησης ήταν ασφαλής. Σε εκείνους, οι νοητικές αναπαραστάσεις για την φροντίδα του παιδιού τους είχαν θετικό πρόσημο (Fonseca, Nazare and Canavarro, 2018).

Οι Moreira and Canavarro (2015), στην έρευνά τους είχαν σαν κύριο στόχο διερεύνησης τις διαφορές που παρουσιάζονται ανάμεσα στους μελλοντικούς πατέρες και στις μελλοντικές μητέρες. Συγκεκριμένα, ήθελα να διερευνήσουν τις νοητικές αναπαραστάσεις φροντίδας σε συσχέτιση με την προσκόλληση και την γονεϊκή μέριμνα. Το δείγμα της παρούσας έρευνας ήταν 439 γονείς οι οποίοι είχαν παιδιά σε σχολική ηλικία και δοκιμάστηκαν ως προς το πόσο οι νοητικές αναπαραστάσεις που έχουν οι γονείς πριν τον ερχομό του παιδιού τους, μπορούν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο αφού έρθει στην ζωή το παιδί. Οι Moreira and Canavarro (2015) κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ανάμεσα στα δύο φύλα, οι πατέρες είχαν χαμηλότερο επίπεδο ανταπόκρισης στις ανάγκες των παιδιών τους (όπως το κλάμα κλπ.) και υψηλότερα επίπεδα αποφυγής προς το παιδί, σε αντίθεση με τις μητέρες οι οποίες ανταποκρίνονταν γρηγορότερα στις ανάγκες του παιδιού. Αυτό συνεπάγεται πως η προσκόλληση των γονέων παίζει σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα ανατροφή του παιδιού και στις νοητικές αναπαραστάσεις που φτιάχνουν οι ίδιοι για την ανατροφή του.

Ακόμα μία έρευνα η οποία ασχολήθηκε με τις διαφορές μεταξύ των αναπαραστάσεων στα δύο φύλα των γονέων ήταν η έρευνα της Psouni (2019), η οποία επικεντρώθηκε στο να ερευνήσει τις νοητικές αναπαραστάσεις όσον αφορά την φροντίδα των συμμετεχόντων αλλά και να αξιολογήσουν τις νοητικές αναπαραστάσεις των συντρόφων τους πάνω στο θέμα της προσκόλλησης και της φροντίδας. Η Psouni (2019) είχε ως δείγμα 77 μητέρες και πατέρες και διερεύνησε τις νοητικές τους αναπαραστάσεις. Στα αποτελέσματα της έρευνας η Psouni (2019) αναφέρει πως ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο σχετίζονταν οι νοητικές αναπαραστάσεις των γονέων, ήταν η ψυχική τους κατάσταση. Συγκεκριμένα αναφέρει πως όταν ο γονέας έχει θετικά συναισθήματα για την ανατροφή του παιδιού του, την ίδια θετική συμπεριφορά θα την υλοποιήσει και το αντίστροφο.

Η μετάβαση δύο ατόμων σε γονείς, είναι μία περίοδος η οποία χρειάζεται υπομονή και πολλές αλλαγές και προσωπικές προσαρμογές και από τις δύο πλευρές. Ανεξάρτητα, από την χαρά που φέρνει το χαρμόσυνο γεγονός του ερχομού ενός παιδιού, ταυτόχρονα φέρνει και αρκετό άγχος στο οικογενειακό περιβάλλον και στο περιβάλλον του σπιτιού. Η μετάβαση αυτή ουσιαστικά ξεκινάει αρκετά νωρίτερα από την γέννηση του παιδιού και ουσιαστικά είναι η χρονική περίοδος που έχουν οι δυο μελλοντικοί γονείς για να ετοιμαστούν ψυχολογικά αλλά και σωματικά. Φυσικά η προετοιμασία αυτή δεν γίνεται μόνο από την μητέρα, η οποία κουβαλά το μωρό, αλλά και από τον πατέρα ο οποίος συμβάλλει ψυχολογικά στον ψυχισμό της συντρόφου του (Figueiredo et al., 2018).

Όπως είναι φυσιολογικό, κατά την προετοιμασία του ατόμου να αναλάβει τον ρόλο του γονέα, δημιουργούνται κάποιες νοητικές αναπαραστάσεις μέσα του. Οι νοητικές αναπαραστάσεις αυτές σχετίζονται με τον τρόπο τον οποίο εκείνοι φαντάζονται τον εαυτό τους ως γονείς, τις αγωνίες και τα άγχη τους σχετικά με την γονεϊκότητα και το πώς θα είναι εφικτό να του δώσουν τις αξίες και τα ιδανικά τους έτσι ώστε να αναθρέψουν ένα παιδί έως την ενήλικη ζωή. Για τις νοητικές αναπαραστάσεις αυτές απαντά ο Bowlby (1982) δανείστηκε τη έννοια της συμπεριφοράς για να περιγράψει ένα σύστημα συμπεριφορών που έχει σαν στόχο την φροντίδα του παιδιού από τους γονείς. Αυτό το σύστημα συμπεριφορών φροντίδας όπως ονομάστηκε, έχει ως κύριο άξονα την προσκόλληση του γονέα με το παιδί και την μεταξύ τους σχέση (Cassidy, 2000).

Αλλά πώς ο μελλοντικός γονέας μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του ως γονέα; Η απάντηση σε αυτό δίνεται μέσω της θεωρίας του δεσμού προσκόλλησης και με τον τρόπο τον οποίο ο ίδιος όταν σε βρεφική ηλικία, μπορούσε να αφουγκραστεί τον δικό του γονέα. Με πιο απλά λόγια, ο δικός του δεσμός προσκόλλησης με τον δικό του γονέα, αντανακλά και την δική του συμπεριφορά μετέπειτα στο παιδί του που έρχεται στην ζωή. Ο τρόπος που έμαθε να συνυπάρχει με τον γονέα του και τα πράγμα που έκαναν  για να ανατραφεί ο ίδιος, έχουν ήδη διαμορφώσει τον χαρακτήρα του και επομένως διαμορφώνουν και τις νοητικές αναπαραστάσεις που θα έχει και ο ίδιος σχετικά με τον τρόπο που θα μεγαλώσει το δικό του παιδί και πώς θα είναι με τον νέο του ρόλο ως γονέας και ο ίδιος.

Με κύρια βάση την Θεωρία της Προσκόλλησης, φτάνουμε να βασιζόμαστε πάνω της για να εξηγήσουμε συμπεριφορές και νοητικές αναπαραστάσεις των μελλοντικών γονέων. Έτσι, συμπεραίνεται πως ένας γονέας που έχει μεγαλώσει σε ένα ασφαλές περιβάλλον, έχοντας μία μητέρα η οποία νοιαζόταν για τις ανάγκες του και απαντούσε έγκαιρα σε αυτές, ψυχικές και σωματικές, έχει διαμορφώσει τον κατάλληλο χαρακτήρα και έχει τις νοητικές αναπαραστάσεις οι οποίες φαντάζεται τον εαυτό του ως μια ασφαλή βάση που θα προσφέρει στο παιδί ένα κατάλληλο περιβάλλον, θα συνυπάρχει με το παιδί καλύπτοντας τις ανάγκες και τα θέλω του και ταυτόχρονα θα το βοηθήσει να ανοίξει τα φτερά του και να εξερευνήσει το περιβάλλον γύρω του. Φυσικά, η εξερεύνηση αυτή θα λαμβάνει χώρα με τον γονέα να είναι πάντα δίπλα του.

Από την άλλη πλευρά, ένα ένας γονέας έχει ανατραφεί σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν κάλυπτε τις ανάγκες του σε συνεχή βάση, τότε  γίνεται αναφορά για ένα άτομο χωρίς μία σχετική ασφαλής βάση. Από τα στοιχεία του χαρακτήρα του, λείπουν σημαντικά γνωρίσματα τα οποία δεν έχουν αποκτηθεί από το δικό του οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, αναφερόμαστε σε έναν μελλοντικό γονέα ο οποίος δεν δύναται να συνειδητοποιήσει την σημασία του να είναι κοντά στο παιδί του, να του καλύπτει τις βασικές ανάγκες και να είναι πάντα εκεί για αυτό. Άρα, μιλάμε για έναν μελλοντικό γονέα του οποίου οι νοητικές αναπαραστάσεις σχετικά με την γονική φροντίδα, δεν περιέχουν τις ανάγκες, σωματικές και ψυχικές, ως την κύρια βάση της ανατροφής του (Cassidy and Berlin, 1994).

Βιβλιογραφικές αναφορές:

Chamorro – Premuzic,  T.  (2013).  Προσωπικότητα και ατομικές διαφορές. Gutenberg.

Feldman, R. S.  (2011).  Εξελικτική Ψυχολογία. Δια Βίου Ανάπτυξη,  Gutenberg.

Bell,  D. C.,  &  Richard,  A. J.  (2000).  Caregiving: The Forgotten Element in Attachment.  Psychological Inquiry,  11(2),  69-83.

https://www.jstor.org/stable/1449017

Cassidy,  J.  (2000).  The Complexity of the Caregiving System: A Perspective from Attachment Theory.  Psychological Inquiry,  11(2),  86 – 91. https://www.jstor.org/stable/1449019

Cassidy,  J.,  &  Berlin,  L. T.  (1994).  The Insecure/Ambivalent Pattern of Attachment: Theory and Research.  Child Development,  65(4), 971 – 991.  https://www.jstor.org/stable/1131298

DeJong, M. (2014). Other dimensions of developmental influences: Not everything can be explained by attachment theory. In P. Holmes & S. Farnfield (Eds.), The Routledge handbook of attachment: Theory (pp. 166–180). Routledge/Taylor & Francis Group.

Figueiredo,  B.,  Canario,  C.,  Tendais,  I.,  Pinto,  T. M.,  Kenny,  D. A.,  &  Field,  T.  (2018).  Couples’ relationship affects mothers’ and fathers’ anxiety and depression trajectories over the transition to parenthood. Journal of Affective Disorders,  238(2018),  204 – 212. https://doi.org/10.1016/j.jad.2018.05.064

Fonseca,  A.,  Nazare,  B.,  &  Canavarro,  M. C.  (2018).  Mothers’ and fathers’ attachment and caregiving representations during transition to  parenthood: an actor-partner approach.  Journal of Reproductive and Infant Psychology,  36(3),  246 – 260. https://doi.org/10.1080/02646838.2018.1449194

George,  C.,  &  Solomon,  J.  (1999).  Attachment and Caregiving: The Caregiving Behavioral System. (1999) In J. Cassidy & P. Shaver (Eds.), Handbook of Attachment: Theory, Research, and Clinical Application (pp. 649-670). New York: Guilford Press.

George, C., & Solomon, J. (2008). The caregiving system: A behavioral systems Approach to parenting. In J. Cassidy,& P. R. Shaver (Eds.), Handbook of Attachment: Theory,Research, and Clinical Applications (2nd Edition) (pp.833–856). Guilford Press

Hechler,  C.,  Beijers,  R.,  Riksen – Walraven,  M.,  &  De Weerth,  C.  (2019). Prenatal Predictors of Postnatal Quality of Caregiving Behavior in Mothers and Fathers.  Parenting: Science and Practise,  19(1-2), 101 – 119.  10.1080/15295192.2019.1556010

Mikulincer, M.,  &  Shaver, P. R. (2019). Attachment, caregiving,and parenting. In O. Taubman – Ben-Ari (Ed.), Pathways and barriers to parenthood. Springer.

Moreira,  H.,  &  Canavarro,  M. C.  (2015).  Individual and gender differences in mindful parenting: The role of attachment and caregiving representations. Personality and Individual Differences,  87(2015),  13 -19. https://doi.org/10.1016/j.paid.2015.07.021

Olsavsky,  A. L.,  Mahambrey,  M S.,  Berrigan,  M. N.,  &  Schoppe- Sullivan,  S. J. (2020).  Adult attachment and jealousy of the partner – infant relationship at The transition to parenthood, Journal of Social and Personal Relationships, 37 (6),  1745 – 1765.  https://doi.org/10.1177/0265407520908336

Owen,  M.  T.,  Ware,  A. M.,  &  Barfoot,  B.  (2000).  Caregiver-Mother Partnership Behavior and the Quality of Caregiver-Child and Mother-Child Interactions.  Early Childhood Research Quarterly,  15(3),  413 – 428. https://doi.org/10.1016/S0885-2006(00)00073-9

Psouni, E. (2019). The influence of attachment representations and co-parents’ scripted knowledge of attachment on fathers’ and mothers’ caregiving representations. Attachment & Human Development, 21(5), 485–509.  https://psycnet.apa.org/doi/10.1080/14616734.2019.1582598

Shaver,  P. R.,  &  Fraley,  R. C.  (2000).  Attachment Theory and Caregiving,  Psychological Inquiry,  11(2),  109 – 114. https://www.jstor.org/stable/1449026

Taubman – Ben – Ari,  O.  (2019).  Pathways and Barriers to Parenthood. Existential Concerns Regarding Fertility, Pregnancy, and Early Parenthood,  Springer Walsh,  G.,  & Zadurian,  N.  (2022).  Exploring the Links Between Parental Attachment Style, Child Temperament and Parent – Child Relationship Quality During Adolescence.  Journal of Child and Family Studies,  1 – 16.  https://doi.org/10.1007/s10826-022-02447-2

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com