Το σχολείο είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας και σαν μικρογραφία αυτής εμπεριέχει μορφές ρατσισμού–στην προκειμένη περίπτωση ρατσισμό απευθυνόμενο στη διγλωσσία− με τις οποίες σχετίζονται τρεις ομάδες ατόμων: οι γηγενείς μαθητές, οι αλλοδαποί μαθητές και οι εκπαιδευτικοί. Ως ρατσισμό, ορίζουμε «τη διάκριση καθώς και τη μεροληπτική και άδικη αντιμετώπιση που υφίστανται κάποιες φυλές, κοινωνικές ομάδες ή μεμονωμένα άτομα» και ως διγλωσσία την «εναλλακτική χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσών, η οποία προκύπτει από την επαφή δύο ομάδων που μιλούν διαφορετικές γλώσσες» (Σκούρτου, 1997).
Όποιες προκαταλήψεις και ρατσιστικές πεποιθήσεις υφίστανται στην κοινωνία, μεταφέρονται στο χώρο του σχολείου μέσω των παιδιών–των μελλοντικών πολιτών. Οι μαθητές, αναπαράγοντας πεποιθήσεις που κυριαρχούν στο οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον, υιοθετούν ρατσιστικές συμπεριφορές απέναντι στο άγνωστο, το ξένο, το μη κατανοητό. Το «άγνωστο» είναι μια μεγάλη ομπρέλα και υπό τη στέγη του μπορεί να έχει: την καταγωγή, την εμφάνιση, τη θρησκεία, τη γλώσσα, την κουλτούρα, τα ήθη και έθιμα, τα ενδιαφέροντα ενός ατόμου. Ειδικά στις μικρότερες ηλικίες, είναι γνωστό, πως τα παιδιά ό,τι ακούν, λένε και ό,τι δουν, κάνουν. Το φαινόμενο παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις όταν το σχολείο αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την εξωτερίκευση του ρατσισμού μέσα από επαναλαμβανόμενο σωματικό, λεκτικό ή ψυχολογικό εκφοβισμό.
Όσο κι αν η σχολική πραγματικότητα του σήμερα έχει στη βάση της την πολυπολιτισμικότητα και τη διαφορετικότητα, δε φαίνεται να έχουν εξοικειωθεί όλοι με αυτήν ή τουλάχιστον στο βαθμό που χρειάζεται. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί κρατούν αρνητική στάση απέναντι στο ρατσισμό και το bullying και ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό πιστεύει ότι δεν υπάρχει από την πολιτεία η απαραίτητη στήριξη για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Τι συμβαίνει, όμως, όταν υπάρχουν μορφές ρατσισμού που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές ή που δεν έχουμε μάθει να διακρίνουμε; Τι συμβαίνει όταν οι ρίζες του βρίσκονται στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα και το πρόγραμμα σπουδών;
Διάβασε επίσης: Τα μωρά δίγλωσσων οικογενειών αλλάζουν την προσοχή τους γρηγορότερα.
Μονόγλωσσοι άνθρωποι αποφασίζουν για τη διγλωσσία. Μια μορφή έμμεσου ρατσισμού εντοπίζεται απέναντι στα δίγλωσσα άτομα, την οποία κάποιες φορές η σχολική κοινότητα αδυνατεί να την αναγνωρίσει και να τη συσχετίσει με το bulling που μπορεί να δέχεται ένας δίγλωσσος. Μια πολυπολιτισμική, λοιπόν, εκπαιδευτική κοινότητα με θεσμούς μονογλωσσικά προσανατολισμένους, εφαρμόζει μονογλωσσικά προσανατολισμένες πρακτικές. Το ελληνικό σχολικό πρόγραμμα σπουδών, ο τρόπος διδασκαλίας, τα σχολικά εγχειρίδια, προκύπτουν από στερεοτυπικές προσεγγίσεις και οδηγούν σε ένα καθεστώς καταπίεσης των δίγλωσσων παιδιών, των μεταναστών, των προσφύγων. Όταν ένας δίγλωσσος, αλλοδαπός μαθητής καλείται να λάβει ελληνική εκπαίδευση, αντιμετωπίζεται ως ξένο σώμα, το οποίο πρέπει να αφομοιωθεί από τον εκπαιδευτικό οργανισμό και να στριμωχτεί σε ένα σύστημα κομμένο και ραμμένο να αποτύχει.
Οι αρμόδιοι, οι οποίοι αποφασίζουν για την εκπαίδευση και ασκούν εκπαιδευτική πολιτική προέρχονται συνήθως από την κυρίαρχη ομάδα και συνεπώς από την κυρίαρχη γλώσσα. Γλώσσα, όμως, σημαίνει πολιτισμός, σημαίνει κουλτούρα, έθιμα, σημασίες των οποίων ακριβές αντίστοιχο δεν υπάρχει πάντα από τη μία γλώσσα στην άλλη. Σκοπός δεν είναι οι δίγλωσσοι μαθητές να εγκαταλείψουν ή να νιώσουν μειονεκτικά για την καταγωγή και τη γλώσσα τους, όπως συνέβαινε παλιότερα με την εφαρμογή του αφομοιωτικού μοντέλου, κατά το οποίο οι εκπαιδευτικοί παρότρυναν τους γονείς να μη μιλούν στο σπίτι τη γλώσσα προέλευσης, αλλά τη γλώσσα υποδοχής. Σκοπός είναι, με τη βοήθεια των εκπαιδευτικών, να διατηρήσουν επαφή με αυτό το πολιτισμικό και γλωσσικό υπόβαθρο και ταυτόχρονα να το αξιοποιήσουν στην εκμάθηση της νέας γλώσσας. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Cummins (2005) και την υπόθεσή του για την «κοινή υποκείμενη γλωσσική ικανότητα», οι γλώσσες που γνωρίζουμε συνδέονται μεταξύ τους. Το να υποβαθμίζεται, λοιπόν, ή να παραγκωνίζεται η μία από τις δύο γλώσσες, σε πρακτικό επίπεδο, μόνο τροχοπέδη αποτελεί στην μαθησιακή διαδικασία.
Η πρακτική της αξιοποίησης των προηγούμενων γνώσεων, πάνω στις οποίες χτίζονται οι νέες, δεν είναι άγνωστη στην εκπαίδευση. Το ερώτημα είναι, γιατί δεν εφαρμόζεται και στην περίπτωση της διγλωσσίας. Αντιθέτως, η δίγλωσση εκπαίδευση που εφαρμόζεται εδραιώνει και διαιωνίζει το ρατσισμό και τις διακρίσεις, οι οποίες οδηγούν σε μια σειρά ψυχολογικών επιπτώσεων. Οι δίγλωσσοι μαθητές αμφιβάλλουν για τις ικανότητές τους, αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσαρμογής, χάνουν ή δεν αποκτούν ποτέ αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, αποξενώνονται και περιθωριοποιούνται. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η σχολική αποτυχία ή χειρότερα η εγκατάλειψη της σχολικής κοινότητας, θεωρώντας πως η μάθηση δεν είναι γι’ αυτούς. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν ισχύει. Δεν υπάρχουν κακοί μαθητές, αλλά ελλιπώς καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί και αναποτελεσματικά εκπαιδευτικά συστήματα. Ένα (δίγλωσσο) παιδί που δεν μπορεί να μάθει, είναι ένα παιδί που ο εκπαιδευτικός, και όσοι βρίσκονται πίσω από αυτόν, δεν έχουν βρει τρόπο να το διδάξουν.
Βιβλιογραφία:
- Βρεττάκου Παρασκευή- Κασσάμ Ναούρας, Διγλωσσία και Bullying: Απόψεις και στάσεις εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, Τ.Ε.Ι Πελοποννήσου, Καλαμάτα 2016
- Γαζάνη Χρυσή, Προκαταλήψεις, Στάσεις και Ρατσισμός των Βρεφονηπιοκόμων του Δήμου Καβάλας, απέναντι στα δίγλωσσα παιδιά, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα, 2016
- Λαμπρος Γράμψας, Διδασκαλία της Ελληνικής ως Δεύτερης/Ξένης Γλώσσας: Θεωρία και Πράξη, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
- Η εικόνα ανακτήθηκε από unsplash.com
Διάβασε επίσης: Διγλωσσία/Πολυγλωσσία: όταν πολλές γλώσσες «συνυπάρχουν».