Γράφει η Ελένη Κουμίδη Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Γράφει η Ελένη Κουμίδη Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

Γράφει η Ελένη Κουμίδη Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

You talkinto me?” : Ο ηθοποιός Robert De Niro στην ταινία “Taxi Driver” (1976) ερμηνεύει εκπληκτικά την φράση «Σε μένα μιλάς;» σηματοδοτώντας την έναρξη ενός παρανοϊκού παραληρήματος.

Πώς προσεγγίζει η Λακανική Ψυχανάλυση την Παράνοια;

Σημείωση: Για την περιγραφή της Ψύχωσης (ορισμό, αίτια, έκλυση, τρόποι χειρισμού της μεταβίβασης) σύμφωνα με την Λακανική ψυχαναλυτική προσέγγιση μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει το κείμενο «Λακανική Ψυχανάλυση & Ψύχωση/1. Σχιζοφρένεια».

Λακανική ερμηνεία της Παράνοιας

Το 1932 ο Λακάν στο πρώτο του μεγάλο έργο, την διδακτορική του διατριβή, ασχολήθηκε με την παράνοια. Ήταν η περίπτωση μίας ψυχωτικής γυναίκας, που την ονόμαζε Aimée, εισάγοντας μια νέα δική του κλινική διάγνωση, την «παράνοια αυτοτιμωρίας». Για τον Λακάν, η παράνοια δημιουργείται κατά την διάρκεια συγκρότησης του ίδιου του εγώ του ατόμου. Η σκέψη αυτή, το ότι η παράνοια έχει τις ρίζες της απ’ την αρχή της γένεσης της προσωπικότητας υπάρχει ήδη στο πρώτο αυτό έργο ανάλυσης της Aimée: «[…] για αυτές τις καθηλώσεις που σχετίζονται με το στάδιο του πρωταρχικού ναρκισσισμού, προτείνουμε, δεδομένης της αδυναμίας των λειτουργιών της προσωπικότητας σ’ αυτό το στάδιο, τον τίτλο προ-προσωπικές συναισθηματικές δυσλειτουργίες» (Lacan J., 1932).

Η Παράνοια ανήκει στην Ψυχωτική δομή. Πέραν των γενικών ψυχωτικών χαρακτηριστικών που ισχύουν και στην περίπτωση της Παράνοιας, θα προσθέταμε τα εξής ιδιαίτερα γνωρίσματα:

«Όλοι παραληρούμε» – Η παρανοϊκή δομή του εγώ: Ο Λακάν διακρίνει την φαντασιακή γνώση, που είναι γνώση του εγώ από την συμβολική γνώση, που είναι γνώση του υποκειμένου. Η φαντασιακή γνώση χαρακτηρίζεται από τον Λακάν και παρανοϊκή γνώση, καθώς η δομή της είναι ίδια με της παράνοιας: την φαντασίωση απόλυτου αυτοελέγχου και ενότητας.

«Παράνοια και ΕπιθετικότηταΗ Παράνοια γεννιέται ως αποτέλεσμα καθήλωσης κατά την διάρκεια του ναρκισσιστικού Σταδίου του Καθρέφτη»: Η επιθετικότητα θεωρείται από τον Λακάν ως ένα εγγενές, δομικό ψυχικό φαινόμενο. Επιπλέον, η επιθετικότητα διακρίνεται από τις επιθετικές πράξεις, οι οποίες αποτελούν έκφραση της επιθετικότητας που περνά στην πράξη.

Ας σημειωθεί ότι η σχέση της παράνοιας με την επιθετικότητα υπογραμμίζεται από τον Λακάν ήδη στο πρώτο του γραπτό: «[…] επιθετικές ενορμήσεις, ιδίως ανθρωποκτονικές, που εκδηλώνονται κάποιες φορές χωρίς παραληρηματικό επιφαινόμενο και ‘σιωπηλά’, αποκαλύπτουν παρ’ όλ’ αυτά μια ειδική δυσλειτουργία, όμοια με την ψύχωση και θέτουν με τους ίδιους όρους το πρόβλημα της ευθύνης του υποκειμένου» (Lacan J., 1932). Αργότερα, ο Λακάν το συγκεκριμενοποιεί: «Η επιθετική τάση αποδεικνύεται να είναι θεμελιώδης σε σειρά σημαντικών καταστάσεων της προσωπικότητας, τις λεγόμενες παρανοειδείς και παρανοϊκές ψυχώσεις» (Lacan J., 1948).

Ο Λακάν αναζήτησε το ψυχικό αίτιο της επιθετικότητας στο λεγόμενο «Στάδιο του καθρέφτη». Το «στάδιο του καθρέφτη» είναι το ναρκισσιστικό στάδιο κατά την διάρκεια του οποίου το υποκείμενο εισάγεται στην Φαντασιακή τάξη της ψυχικής πραγματικότητας και πραγματοποιείται το βίωμα του επιτυχούς ή ανεπιτυχούς Οιδιποδείου περάσματος στην Συμβολική τάξη της ψυχικής πραγματικότητας. Είναι το στάδιο όπου συγκροτείται το εγώ, το άτομο εισάγεται σε μια δομή (ψύχωση/ νεύρωση/ διαστροφή), δομείται δηλαδή η σχέση του με τον κόσμο και τους άλλους. Είναι και το στάδιο όπου γεννάται ο ναρκισσισμός, η επιθετικότητα και η αμφιθυμία λόγω της αλλοτριωτικής φύσης του εγώ. Ο Λακάν διακρίνει το εγώ από το υποκείμενο. Το εγώ σχηματίζεται μέσω της ταύτισης με την κατοπτρική του εικόνα και αιχμαλωτίζεται από αυτήν καθώς συνιστά τον τόπο όπου το υποκείμενο αλλοτριώνεται απ’ τον εαυτό του.

Συγκεκριμένα, ο Λακάν μίλησε για το «στάδιο του καθρέφτη» το 1936 ως συνέχεια της «δοκιμασίας του καθρέφτη» του Henri Wallon το 1931. Η δοκιμασία αυτή αφορούσε ένα πείραμα στο οποίο το ανθρώπινο μωρό (6 μηνών), συγκρινόταν με έναν χιμπατζή ίδιας ηλικίας την στιγμή που κοιτούσαν την αντανάκλασή τους στον καθρέφτη. Το ανθρώπινο μωρό σαγηνευόταν απ’ την αντανάκλασή του στον καθρέφτη και υιοθετούσε θριαμβευτικά αυτή την εικόνα σαν δική του ενώ ο χιμπατζής αντιλαμβανόταν ότι η εικόνα είναι απατηλή και έχανε το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν. Το ανθρώπινο μωρό είναι ακόμη ανώριμο όσον αφορά τον κινητικό του συντονισμό αλλά μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη προτού αποκτήσει έλεγχο των σωματικών του κινήσεων. Το μωρό λοιπόν μπροστά στον καθρέφτη βλέπει την εικόνα του ως όλον. Η σύνθεση αυτής της εικόνας παράγει μια αίσθηση αντίθεσης σε σύγκριση με την έλλειψη συντονισμού του σώματος του καθώς το μωρό βιώνει το σώμα του ως κομματιασμένο. Έτσι, η ολότητα αυτής της εικόνας απειλεί το υποκείμενο με κατακερματισμό καθώς το ίδιο βιώνει αυτή την αντίθεση ως αντιπαλότητα προς την ίδια του την εικόνα, γεγονός που κινητοποιεί την πρωτογενή ταύτιση με τον όμοιο. Η στιγμή ταύτισης του υποκειμένου με την εικόνα του είναι μια στιγμή θριάμβου καθώς οδηγεί σε μια φαντασιακή αίσθηση ελέγχου.

Με τον τρόπο αυτό, δομείται η δυαδική φαντασιακή σχέση του εγώ με τον άλλο (α – α’). Στο στάδιο αυτό, γεννάται λοιπόν ο ναρκισσισμός, η επιθετικότητα και η αμφιθυμία, τρείς αλληλοεξαρτώμενοι όροι της ψυχικής μας πραγματικότητας. Η ταύτιση κατά το στάδιο του καθρέφτη είναι η ταύτιση του εαυτού ως έναν άλλο, είναι δηλαδή μια αλλοτριωτική, φαντασιακή ταύτιση. Οπότε, η σχέση αλλοτρίωσης «εγώ είμαι εσύ» μπορεί να οδηγήσει στη συγκρουσιακή σχέση αποκλεισμού «εσύ ή εγώ», όπου η πιθανότητα μιας επιθετικής πράξης αυξάνεται.

Πιο αναλυτικά, η ναρκισσιστική σχέση χαρακτηρίζει την φαντασιακή διάσταση των ανθρωπίνων σχέσεων. Ο ναρκισσισμός θεωρείται η ερωτική έλξη της κατοπτρικής εικόνας και  μπορεί να κυμαίνεται από την ακραία αγάπη για τον εαυτό μας έως την καλούμενη «ναρκισσιστική αυτοκτονική επιθετικότητα». Ο άνθρωπος λοιπόν «αιχμαλωτίζεται» απ’ την κατοπτρική εικόνα, το παιχνίδι του καθρέφτη, καθώς από την μια, η εικόνα σαγηνεύει, έχει ερωτικό χαρακτήρα, απ’ την άλλη καθηλώνει, έχει επιθετικό χαρακτήρα, μην αφήνοντας το άτομο να προχωρήσει. O Λακάν υπογραμμίζει την σχέση της ναρκισσιστικής λίμπιντο με την επιθετικότητα: «Η επιθετικότητα είναι μια τάση που συνδέεται μ’ ένα τύπο ταύτισης, που αποκαλώ ναρκισσιστικό, ο οποίος προσδιορίζει την σχηματοποιητική δομή του ανθρώπινου εγώ και το καθεστώς των ουσιωδών χαρακτηριστικών του κόσμου του» (Lacan J., 1948). Η επιθετικότητα λοιπόν είναι φαντασιακής τάξεως, συνιστά χαρακτηριστικό ναρκισσισμού και τοποθετείται στην δυαδική σχέση του εγώ με τον όμοιο. Επιπλέον, η ταύτιση με την κατοπτρική εικόνα συνεπάγεται και μια αμφιθυμική σχέση με τον όμοιο. Η αμφιθυμία όπως αναφέρει ο Λακάν είναι δομική και ενέχει τόσο τον ερωτισμό όσο και την επιθετικότητα: «Ένα παιδί που χτυπάει το άλλο παιδί λέει ότι το ίδιο χτυπήθηκε ˙ ένα παιδί που βλέπει ένα άλλο παιδί να πέφτει, κλαίει. Ομοίως, ταυτιζόμενο με τον άλλο είναι που βιώνει όλο το εύρος των αντιδράσεων – των οποίων η δομική αμφιθυμία αποκαλύπτεται καθαρά στις συμπεριφορές του» (Lacan J., 1948).

Κατά την διάρκεια του Σταδίου του καθρέφτη, αν το άτομο έχει «προσπεράσει τον κίνδυνο» της δομικής γένεσης της Σχιζοφρένειας (όπου το άτομο θα παραμένει αιχμάλωτο στο βίωμα του κατακερματισμένου σώματος, χωρίς την δυνατότητα εισαγωγής του στο Στάδιο του καθρέφτη), αλλά ταυτόχρονα καθηλωθεί σε αυτό, τότε ανοίγεται είτε το ενδεχόμενο της παρανοϊκής ψυχωτικής δομής είτε αυτό της μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης.  

Η καθήλωση του παρανοϊκού ατόμου στο ναρκισσιστικό στάδιο του καθρέφτη, όπου το εγώ συγκροτείται στο πρότυπο της φαντασιακής-δυαδικής σχέσης (α-α’), προσδιορίζει τον τύπο σχέσεων που θα συνάπτει στην μετέπειτα ζωή του. Ο παρανοϊκός έτσι παραμένει αιχμάλωτος στα παιχνίδια του καθρέφτη, με αποτέλεσμα η κατοπτρική γοητεία και αντιπαλότητα να καθορίζουν τις σχέσεις του με τον κόσμο.

Παράνοια ως «παθολογία της ταυτότητας»: Στο παρανοϊκό υποκείμενο βλέπουμε μια υπερτροφία της φαντασιακής ταυτότητας του εγώ, καθηλωμένης στο ναρκισσιστικό στάδιο, την οποία υπερασπίζεται και την ενισχύει, μέσω αμυντικής προβολής, με κάθε κόστος. Ο Recalcati περιγράφει αυτές τις δύο σημαντικές πλευρές της παρανοϊκής κατάστασης του ατόμου, δηλαδή την ναρκισσιστική καθήλωση και την αμυντική προβολή: «Ακριβώς στο βαθμό που παραμένει αιχμάλωτο του «εγώ» του, το παρανοϊκό υποκείμενο δεν λειτουργεί μέσα από το συμβολικό φίλτρο της απώθησης αλλά μέσα από παγιωμένες μορφές προβολής. Αυτό σημαίνει ότι εκείνο που δεν είμαστε σε θέση να δεχθούμε για τον εαυτό μας –άρα εκείνο που συγκρούεται με την ιδεατή εικόνα του εγώ, με τον μεγαλομανιακό μας αυτοθαυμασμό- δεν εκδηλώνεται μέσα από μια οδό κωδικοποιημένη με τα γλωσσικά μορφώματα του ασυνειδήτου (σύμπτωμα, ολίσθημα της γλώσσας, όνειρο, παραπραξία) αλλά αποβάλλεται, προβάλλεται προς το εξωτερικό, επιστρέφοντας ενδεχομένως στο υποκείμενο μόνο ως μια άμεση και διωκτική αντίδραση του πραγματικού» (Recalcati, 2013).

«Ο Άλλος που καθιστά δυνατή τη συγκρότηση της ταυτότητας έρχεται απ’ έξω και παρασύρει το υποκείμενο σε ένα στρόβιλο ταυτίσεων. Αυτός ο άλλος αγαπιέται ναρκισσιστικά ως ιδεώδες, αλλά στο βαθμό που η φύση του παραμένει εξωτερική, απρόσιτη, πάντοτε αναγκαία άλλη, αναδεικνύεται επίσης ως ένας ακατανίκητος εχθρός. Η φύση της παράνοιας συνίσταται πράγματι στο να θέτουμε τον εγγύτερο Άλλο ως εχθρό. Το εσωτερικευμένο ιδανικό του εγώ ως διώκτη» (Recalcati, 2013).

Η παρανοϊκή άμυνα έτσι οδηγεί το υποκείμενο σε έναν φαύλο κύκλο αέναης παρανοϊκής υπεράσπισης της ταυτότητας: «Η παρανοϊκή άμυνα συνεπάγεται πως οτιδήποτε υπερβαίνει τον συμπαγή φαντασιακό ορίζοντα του Εγώ, γίνεται ο τόπος μιας απορριπτέας ακαθαρσίας. Το πολιτικό ύφος της παράνοιας επομένως είναι ένα ύφος παθολογίας της ταυτότητας· ακριβέστερα, μιας παθολογίας της ταυτότητας η οποία εκλύεται από μια ακραία ενίσχυση της υπεράσπισης της ταυτότητας. Πράγματι, ο παρανοϊκός κύκλος αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους: μια παθολογική άμυνα της ταυτότητας και μια υπερδιόγκωση της ταυτότητας ως ακραία απόληξη αυτής της άμυνας» (Recalcati, 2013). Όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ταυτότητα του εγώ είναι φαντασιακή, δεν μπορεί να παγιωθεί σε μια παντοτινή συγκεκριμένη εικόνα: «[…] όπως υπενθυμίζει επανειλημμένα ο Λακάν, η πραγματική τρέλα δεν είναι να χάσεις την ταυτότητα του Εγώ αλλά το να πιστεύεις πραγματικά σε ένα Εγώ, να το θέτεις ως μία ταυτότητα χωρίς διαιρέσεις» (Recalcati, 2013).

«Το ξεκίνημα μιας παραληρηματικής πεποίθησης – Το Παρανοϊκό υποκείμενο διώκεται από την σημασία του Άλλου»: Το παραλήρημα ως στοιχειώδες φαινόμενο ξεκινάει όταν ο παρανοϊκός αρχίσει να πιστεύει ότι ο Άλλος τον στοχοποιεί για να τον απολαύσει. Δηλαδή ο Άλλος υποτίθεται ότι απολαμβάνει από το παρανοϊκό υποκείμενο καθιστώντας τον «θύμα». «[…] το παραλήρημα αρχίζει από τη στιγμή που η πρωτοβουλία έρχεται από έναν Άλλο, με Α κεφαλαίο, που η πρωτοβουλία βασίζεται σε μια υποκειμενική δραστηριότητα. Ο Άλλος θέλει αυτό, και θέλει κυρίως να γίνει γνωστό, θέλει να το σημάνει» (Λακάν Ζ., 1955).

Ο ψυχωτικός έτσι νιώθει στόχος του «κακού Άλλου». Ο παρανοϊκός έχει την παραληρηματική βεβαιότητα ότι ο «κακός Άλλος» τον στοχεύει με την σημασία που του αποδίδει. Η σημασία αυτή δηλαδή τον αφορά. «Η παρανοϊκή φαντασίωση συνεπάγεται την ταυτοποίηση της απόλαυσης στον τόπο του Άλλου» (Miller J-A, 2008).

Υπάρχουν διάφοροι «τύποι παραληρήματος»: Ανεξαρτήτως διαφορετικού τύπου παραληρήματος μπορούμε να διακρίνουμε την διωκτική διάσταση σε κάθε παραλήρημα, η οποία έγκειται στην σημασία που επιβάλλεται από τον «κακό Άλλο». Το άτομο έτσι βιώνει τον εαυτό του ως αντικείμενο, ως «θύμα» του άλλου. Στο σημείο αυτό έγκειται και η καχυποψία που διέπει συχνά τις σχέσεις του ατόμου με τους άλλους. Οπότε, στο διωκτικό παραλήρημα το παρανοϊκό υποκείμενο έχει την παραληρηματική βεβαιότητα ότι ο άλλος τον παρακολουθεί, τον ελέγχει, στο ζηλοτυπικό ο άλλος τον απατά, τον εξαπατά, στο ερωτομανιακό, ο άλλος τον αγαπά, τον απολαμβάνει ερωτικά, στο παραλήρημα μεγαλείου, ο κόσμος του αποδίδει μια «αποστολή», στο υποχονδριακό, ο σωματικός πόνος του παραμένει ανεξήγητος με όλους τους γιατρούς «να μην βοηθάνε σε τίποτα» και το δυαδικό παραλήρημα, όπου το δεύτερο μέλος της φαντασιακής σχέσης ταυτίζεται με το όποιο παραλήρημα του πρώτου. Επιπλέον, η διωκτική διάσταση της παράνοιας εδώ ενέχει και το ψυχωτικό άγχος.

Ο ρόλος του παραληρήματος στη ζωή του παρανοϊκού υποκειμένου: Στη νεύρωση, η Φαντασίωση (η σχέση του υποκειμένου με την λίμπιντο – απόλαυση – αντικείμενο α) λειτουργεί ως άμυνα απέναντι στο Πραγματικό της απόλαυσης αλλά και απάντηση, μέσω του Συμβολικού, τόσο στο ερώτημα της διαφοράς των φύλων («είμαι άντρας;», «είμαι γυναίκα»; «τι πρέπει να κάνει ένας άντρας;», «τι πρέπει να κάνει μια γυναίκα;») όσο και στο ερώτημα της επιθυμίας του Άλλου («τι είμαι για τον άλλο;»). Στο ασυνείδητο, δεν υπάρχει εγγεγραμμένη απάντηση του «τι είναι άντρας», «τι είναι γυναίκα». Όμως, το υποκείμενο χρειάζεται να δώσει το ίδιο μία απάντηση με ένα σενάριο που θα του υποδεικνύει πως να σταθεί στον κόσμο, διαφορετικά θα βρίσκεται αντιμέτωπο με το κενό της μη απάντησης απέναντι στο ζήτημα της μη διάφυλης σχέσης και του τι είναι απέναντι στον άλλο.

Στην παράνοια, η παραληρηματική κατασκευή λειτουργεί όπως η φαντασίωση για τον νευρωτικό, δηλαδή ως άμυνα και απάντηση απέναντι σε αυτό το συμβολικό κενό. Έτσι με το παραλήρημα θα προσπαθήσει να «θεραπεύσει» τον εαυτό του, να ανασυστήσει τον Άλλο και να σημασιοδοτήσει τον κόσμο του. Το παραλήρημα λοιπόν λειτουργεί εδώ σταθεροποιητικά για το άτομο, συγκροτώντας για το ίδιο μια «κοσμοθεωρία» με την οποία μπορεί να σταθεί στον κόσμο.

Κυριαρχία των Φαντασιακών σχέσεων: Η σχέση που έχει ο παρανοϊκός με τον άλλο είναι στο πρότυπο της φαντασιακής σχέσης. Αυτό σημαίνει ότι στον άλλο βλέπει τον φαντασιακό του εαυτό. Μέσω αυτής της σχέσης μπορεί να βρει τον τόπο όπου θα στηρίξει την εικόνα του. Ο άλλος γίνεται το διπλότυπο του εγώ του, δηλαδή ο καθρέφτης του. Το σημείο αυτό είναι σημαντικό καθώς καθορίζει το τι εικόνα έχει ο παρανοϊκός για τον εαυτό του και πως αυτή η εικόνα ενδέχεται να καταρρέει την στιγμή που αυτός ο άλλος αλλάξει θέση.

Οι άνθρωποι λοιπόν που περιβάλλουν το παρανοϊκό υποκείμενο έχουν διττό, εν αγνοία τους, φαντασιακό ρόλο στο παιχνίδι του καθρέφτη του: όταν στηρίζουν την φαντασιακή ταυτότητα, την ιδεατή εικόνα του εαυτού του, τότε η αντίδραση του ατόμου είναι θετική, φιλική ενώ όταν η εικόνα αυτή εμποδίζεται με κάποιον τρόπο και το εμπόδιο βιώνεται ως κακή εισβολή, τότε η αντίδραση είναι επιθετική, εχθρική. 

«Η επίθεση του Άλλου»: Από την στιγμή που ο άλλος καθίσταται διώκτης, ένας άλλος απειλητικός για την εικόνα του, ένας άλλος που «εισβάλει» στην ζωή του, τότε γεννάται για το παρανοϊκό άτομο η αμυντική ανάγκη προστασίας του. Στο σημείο αυτό γεννάται η ανάγκη διατήρησης της φαντασιακής του ταυτότητας με κάθε κόστος. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια επιθετική πράξη, είτε προς τον εαυτό (αυτοκτονία/ αυτοτραυματισμός), είτε προς τους άλλους/ ομάδες/ κοινωνία (μίσος που μπορεί να εκφράζεται στα social media/ ρατσιστική βία απέναντι «στο διαφορετικό από εμένα»/ δολοφονία ατομική ή μαζική).

 «Ανθρωποκτονίες – Αυτοκτονίες – Εγκλήματα πάθους»

Η φαντασιακή ταύτιση με τον άλλο μπορεί να έχει οδυνηρές συνέπειες. Συγκεκριμένα, αν υπάρξει η τυχαία στιγμή όπου ένα συμβολικό στοιχείο παρέμβει ανάμεσα στα δύο μέλη της φαντασιακής σχέσης – άτομα που μπορεί να είναι ερωτικοί σύντροφοι, συγγενείς, φίλοι, συνάδελφοι κοκ. – και ανοιχθεί το δομικό κενό, τότε το φαντασιακό διαλύεται, η φαντασιακή ταύτιση που είχε υποστηρικτική λειτουργία για τον ψυχωτικό δεν λειτουργεί πια με αποτέλεσμα την έκλυση της ψύχωσης που συνοδεύεται από στοιχειώδη φαινόμενα (παραληρήματα ή ψευδαισθήσεις). Τα στοιχειώδη αυτά φαινόμενα μπορεί να οδηγήσουν τον ψυχωτικό σε ακραίες πράξεις, σε καταστροφικά «περάσματα στην πράξη», όπως σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας και αυτοκτονίας λόγω του στοιχειώδους φαινομένου του παραληρήματος.

Παράδειγμα 1ο – Περίπτωση ανθρωποκτονίας συντρόφου («εγκλήματος πάθους») ακολουθούμενο από αυτοκτονία:

Στα «εγκλήματα πάθους», όπως συχνά αποκαλούνται, αναδεικνύεται ο τύπος της φαντασιακής σχέσης που χαρακτηρίζεται από φαντασιακή – κατοπτρική γοητεία και αντιπαλότητα. Ο τύπος αυτής της σχέσης αναγράφεται από τον Λακάν ως εξής: (α-α’) , όπου το α είναι το αλλοτριωμένο – παρανοϊκό εγώ του υποκειμένου και ο άλλος της σχέσης είναι στο α’ που όμως κατέχει την θέση του διπλότυπου του υποκειμένου. Ο άλλος δηλαδή γίνεται ο καθρέφτης του εγώ του υποκειμένου (alter ego), ο οποίος κατέχει την εικόνα – ταυτότητα του. Ο άλλος της σχέσης έτσι καθίσταται ζωτικής σημασίας για τον ψυχωτικό.

Μέσω της κτητικής συμπεριφοράς ο ζηλοτυπικός παρανοϊκός σύντροφος προβάλει [εδώ «προβολή» ως παρανοϊκή άμυνα] στον άλλο την δική του ανάγκη διατήρησης της φαντασιακής του ταυτότητας (π.χ. λέγοντας στον άλλο: «αν φύγεις θα είσαι δυστυχισμένη μακριά μου», «κανένας δεν θα ασχοληθεί μαζί σου» κλπ.). Αν ο άλλος δεν ανταποκριθεί ως είθισται στις απαιτήσεις του υποκειμένου, παύει να αποτελεί στήριγμα της ταυτότητας του – μέσα στην οποία ο ψυχωτικός είναι αιχμάλωτος – με αποτέλεσμα την κατάρρευση του εγώ του με την ολέθρια συνέπεια του περάσματος στην επιθετική πράξη. Οι σκηνές ζήλιας, κτητικότητας και επιθετικότητας προκύπτουν από την παραληρηματική πεποίθηση του ατόμου ότι ο άλλος της σχέσης τον απατά, τον εξαπατά. Νιώθει έτσι στόχος της κακής απόλαυσης του άλλου με αποτέλεσμα την σταδιακή ενορχήστρωση της επίθεσης. Όταν λοιπόν π.χ. ένας άντρας με ζηλοτυπικό παραλήρημα, ο οποίος έχει την φαντασιακή ταυτότητα «είμαι ο άντρας σου» και «εσύ είσαι η γυναίκα μου», βρεθεί αντιμέτωπος με την δήλωση της γυναίκας με την οποία διατηρεί σχέση ότι η ίδια θα αποχωρίσει από την σχέση, τότε είναι η στιγμή της κατάρρευσης της ταυτότητας και εικόνας του εγώ του υποκειμένου. Δηλαδή, ο ψυχωτικός νιώθει ότι η γυναίκα φεύγοντας εκείνη την στιγμή παίρνει μαζί της την βιώσιμη εικόνα του. Δυστυχώς όμως, είναι και η στιγμή του περάσματος στην πράξη του ψυχωτικού, ο οποίος προβαίνει σε ανθρωποκτονία αυτής της γυναίκας. Π.χ. μια απειλητική φράση που ακούμε συχνά είναι: «αν πέσω θα σε πάρω μαζί μου». Μια φράση που χρειάζεται να την πάρουμε στην κυριολεξία, καθώς την στιγμή που καταρρέει – πέφτει – ο ψυχωτικός έχει κυριολεκτικά την ανάγκη να πάρει μαζί του και τον άλλο. Έπειτα, ο ίδιος ίσως προβεί και σε αυτοκτονία, καθώς η ρήξη του φαντασιακού δεσμού τους αφορά και τις δύο όψεις (α-α’), δηλαδή ο ίδιος σκοτώνει και ακολουθεί αυτή την γυναίκα στον θάνατο, όχι από αγάπη, όχι από πάθος, αλλά λόγω της εξάρτησής της εικόνας του εγώ του από την δική της εικόνα για εκείνον.

Η ζηλοτυπική συμπεριφορά έτσι όχι μόνο δεν είναι σήμα αγάπης αλλά θα πρέπει να αποτελεί σήμα κινδύνου για τον άλλο της σχέσης. Το «έγκλημα πάθους» λοιπόν δεν αφορά τον άλλο της σχέσης αλλά το ίδιο το υποκείμενο της ανθρωποκτονίας και αυτοκτονίας.

Ας έχουμε λοιπόν υπόψη ότι η παραληρηματική ζήλια δεν είναι ένδειξη αγάπης αλλά ένδειξη μίας σχέσης αιχμαλωσίας: φαντασιακή αιχμαλωσία για τον ψυχωτικό και  πραγματικής αιχμαλωσίας με ολέθριες συνέπειες για το θύμα.

Παράδειγμα 2ο – Περίπτωση παιδοκτονίας από παρανοϊκή μητέρα:

Αν το υποκείμενο μιας παραληρηματικής ζηλοτυπίας είναι μια ψυχωτική μητέρα, ίσως βρεθούμε αντιμέτωποι με τις πιο ολέθριες συνέπειες αυτής της συγκυρίας, δηλαδή με την δολοφονία των ίδιων των παιδιών της. Στην περίπτωση αυτή, αν η παρανοϊκή μητέρα έχει ως βιώσιμη φαντασιακή ταυτότητα την ταυτότητα της συζύγου («είμαι η σύζυγος του»), όταν κάποια στιγμή βρεθεί αντιμέτωπη με το γεγονός ενός χωρισμού ή πένθους ή απόστασης (για ποικίλους λόγους) από τον σύζυγο, η ίδια θα νιώθει ότι χάνει την πολύτιμη ταυτότητα του εγώ της.

Τα παιδιά για αυτή την μητέρα δεν είναι παρά τα αντικείμενα που αντικατοπτρίζουν την φαντασιακή σχέση του ζεύγους, τα φαντασιακά δεκανίκια που στηρίζουν την εικόνα του ατόμου, τα οποία ενώνονται με τον πατέρα μέσω ενός φαντασιακού ναρκισσιστικού νήματος, το οποίο αν κοπεί από την πλευρά του συζύγου (είτε ηθελημένα – στην περίπτωση του χωρισμού – είτε άθελα – στην περίπτωση θανάτου ή απόστασης), τότε θα πρέπει να κοπεί και η ταυτότητα του ως πατέρα. Δηλαδή, «αν χαθείς από σύζυγος μου και χάσω την πολύτιμη ταυτότητα μου ως σύζυγος, τότε χάνεται και η ταυτότητα σου ως πατέρας». Εδώ, βλέπουμε την ακύρωση της μητρικής φαντασίωσης, κατά την οποία μια μητέρα θα ένιωθε ότι χάνει τον εαυτό της εάν έχανε το παιδί της. Στην περίπτωση της παρανοϊκής μητέρας το φαντασιωτικό σενάριο είναι διαφορετικό: δεν βιώνει η ίδια τον εαυτό της ως μητέρα αλλά μόνο ως γυναίκα που ικανοποιεί το πατρικό αίτημα του συζύγου της, ταυτόχρονα όμως «παίζοντας τον ρόλο» της μητέρας. Στην σκηνή αυτή, ο μητρικός ρόλος παίζεται ενόσω ο σύζυγος-πατέρας παρακολουθεί. Αν το βλέμμα του συζύγου-πατέρα «στραφεί αλλού» (όπως προαναφέραμε είτε ηθελημένα είτε άθελα), το μητρικό σενάριο καταρρέει. Ο μητρικός ρόλος γίνεται «βάρος» χωρίς το βλέμμα του πατέρα.

Όπως βλέπουμε και στα δύο παραδείγματα ανθρωποκτονίας από παρανοϊκό υποκείμενο, η δολοφονική πράξη δεν είναι ζήτημα έρωτα ή αγάπης. Η δολοφονική πράξη είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για το παρανοϊκό υποκείμενο να διατηρήσει την φαντασιακή του ταυτότητα με κάθε κόστος.

Σημείωση: Ας αναφέρουμε εδώ ότι, τα προαναφερθείσα παραδείγματα ανθρωποκτονίας από παρανοϊκό υποκείμενο δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις του «ακαταλόγιστου», παρόλο που μιλάμε για ψυχωτική δομή. Το «ακαταλόγιστο» θα ίσχυε στην περίπτωση της σχιζοφρένειας, όπου οι ακουστικές ψευδαισθήσεις παίζουν κυριαρχικό ρόλο σε μια ανθρωποκτονία (βλ. το σχετικό κείμενο για την σχιζοφρένεια). Η ψυχωτική δομή με την Λακανική έννοια διαφέρει από τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-5. Οι Διαταραχές Προσωπικότητας δεν αποτελούν ξεχωριστή νοσολογική κατηγορία στην Λακανική θεωρία. Αν προσεγγίζαμε αυτά τα κλινικά παραδείγματα σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-5 θα αναφερόμασταν στις Διαταραχές Προσωπικότητας, στις οποίες εξίσου δεν ισχύει το «ακαταλόγιστο».

Πώς βοηθάει η Λακανική Ψυχανάλυση;

Στόχος… το Σύνθωμα της παραληρηματικής κατασκευής:

Το σύνθωμα είναι, σύμφωνα με τον Λακάν, ο τέταρτος όρος που μπορεί να ξαναδέσει τις αποσυνδεδεμένες τρεις τάξεις της ψυχικής πραγματικότητας (Φαντασιακό – Συμβολικό – Πραγματικό). Ο αναλυτής στοχεύει στην κατασκευή ενός συνθώματος για τον ψυχωτικό που θα του προσδώσει ένα νέο όνομα, μια νέα ταυτότητα. Η παραληρηματική κατασκευή του παρανοϊκού υποκειμένου λειτουργεί ως μεταφορά, ως σύνθωμα, δίνοντας του την δυνατότητα  να δέσει ένα νέο νόημα για τον κόσμο, αντικαθιστώντας έτσι την έλλειψη της πατρικής μεταφοράς, δηλαδή μιας έλλειψης στο Συμβολικό πεδίο της ψυχικής πραγματικότητας του. Η επανάληψη λοιπόν των λεγομένων του ατόμου είναι σημαντική καθώς διατηρεί μια εικόνα ταυτότητας.

Γιατί να επιλέξω την Λακανική Ψυχανάλυση;

Οι ψυχώσεις πάντοτε θεωρούνταν ένα πολύπλοκο ζήτημα τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο για το σύνολο του χώρου της ψυχικής υγείας. Ο συνδυασμός πλέον φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας στοχεύει στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των ψυχικά ασθενών. Η Λακανική Ψυχανάλυση έχει συνεισφέρει από την μεριά της τόσο σε θεωρητικό επίπεδο – με την ερμηνευτική αναζήτηση των αιτιών της ψυχικής ασθένειας – όσο και σε πρακτικό επίπεδο – με την δική της κατεύθυνση της θεραπείας.

Η Λακανική Ψυχανάλυση έχει να κάνει πρωτίστως με την σχέση μεταβίβασης που αναπτύσσεται μεταξύ αναλυτή – αναλυόμενου. Ο παρανοϊκός λοιπόν μέσω της σχέσης του με τον αναλυτή θα δοκιμάσει να βρει έναν «δικό του τόπο ομιλίας». Στην ψυχανάλυση στοχεύουμε στην συμβολική αυτογνωσία του ατόμου (συμβολική γνώση) συρρικνώνοντας την φαντασιακή απατηλή γνώση που κυριαρχεί στο εγώ. Με την κλινική εργασία που έχουμε να κάνουμε με ένα παρανοϊκό υποκείμενο θα χρειάζεται να έχουμε υπόψη ότι αυτή η απατηλή γνώση είναι αυτή που τον στηρίζει. Η παραληρηματική του κατασκευή είναι αυτή που λειτουργεί σαν σύνθωμα. Εδώ, ο τόπος ομιλίας που συνιστά η συνεδρία χρειάζεται την λεπτή διαχείριση των λεγομένων και του ορίου ώστε το παραλήρημα να συνεχίζει να είναι βιώσιμο για τον ίδιο και για τους άλλους μειώνοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο κάποιου επιθετικού περάσματος στην πράξη.

Μέσα στο ξάφνιασμα λοιπόν του ακούσματος ενός παραληρήματος ας θυμόμαστε, όπως ακριβώς προέτρεπε ο Miller τους ασκούμενους να θυμούνται ότι: «Μπροστά στον τρελό, μπροστά στον παραληρούντα, μην ξεχνάς ότι είσαι, ή ότι ήσουν, αναλυόμενος, και ότι εσύ επίσης μιλούσες για ό,τι δεν υπάρχει» (Miller J-A, 2008).

 

Βιβλιογραφικές αναφορές: 

  • Dylan Evans (1996), «Εισαγωγικό λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης», μτφ. Γ. Σταυρακάκης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005.
  • Bruce Fink (1997), «Κλινική Εισαγωγή στη Λακανική Ψυχανάλυση: Θεωρία και Τεχνική», μτφ. Ν. Ηλιάδης, Πλέθρον, Αθήνα, 2006.
  • Ελένη Κουμίδη «Ο μονισμός της ενόρμησης και η έννοια του θανάτου στο στάδιο του καθρέφτη» στο www.elenikoumidi.gr
  • Ζακ Λακάν (1955-1956), «Οι ψυχώσεις», μτφ. Ρ. Χριστοπούλου, Β. Σκολίδης, Ψυχογιός, Αθήνα, 2005.
  • Jacques Lacan (1932), «De la psychose paranoïaque dans ses rapports avec la personnalité», Έditions du Seuil, Paris, 1975.
  • Jacques Lacan (1948), «L’ agressivité en psychanalyse», στο Έcrits, Έditions du Seuil, Paris, 1966
  • Jacques – Alain Miller, «Λακανική κλινική των ψυχώσεων», μτφ. Γ. Αρχαύλης, Δ. Βεργέτης, Β. Γρηγοροπούλου, Ε. Lefeuvre, Ν. Περτέση, Γ. Φουντουλάκη, Πατάκη, Αθήνα, 2008.
  • Jacques-Alain Miller (1984), «Τέσσερα σχόλια για το στάδιο του καθρέφτη», στο περιοδικό Fort-Da, τεύχος 2, Ψυχογιός, Αθήνα, 2012.
  • Massimo Recalcati, «Το πολιτικό ύφος της παράνοιας. Ψυχαναλυτικές σημειώσεις σχετικά με το φθόνο της ζωής» (2013), μτφ. Άκης Γαβριηλίδης, στο https://nomadicuniversality.com
  • lacan.com

Ελένη Κουμίδη

Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

www.elenikoumidi.gr

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com