‘Κανονικά άτομα’ και ‘μη κανονικά-ανάπηρα άτομα’
Αυτό το δίπολο προέρχεται από το ιατρικό/ατομικιστικό μοντέλο της αναπηρίας, που πλαισιώνει την οντολογία της αναπηρίας, επικρατώντας μέχρι και σήμερα στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, σε μεγάλο ποσοστό. Σύμφωνα με αυτό, η αναπηρία αποτελεί μια “προσωπική τραγωδία” που περιορίζει τα άτομα που είναι “ανάπηρα” και καθιστά απαραίτητη την βοήθεια από ειδικούς επαγγελματίες όπως γιατρούς, ψυχολόγους (Oliver, 1990. Papastathopoulos, 2020). Ορίζοντας την αναπηρία, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας το 1980 υποστηρίζει τα εξής:
- ως Βλάβη-Δυσλειτουργία: κάθε απώλεια ή ανωμαλία μιας ψυχολογικής, φυσιολογικής ανατομικής δομης ή λειτουργίας.
- ως Αναπηρία: κάθε περιορισμός ή έλλειψη (προκληθείσα από βλάβη-δυσλειτουργία) μιας ικανότητας επιτέλεσης, μιας δραστηριότητας που θεωρείται κανονική ή βρίσκεται μέσα στα κανονικά όρια για έναν άνθρωπο.
Εδώ (ιατρικό μοντέλο), η αναπηρία συνδέεται με κάποια νοητική ή σωματική ανικανότητα – παθολογία και οφείλεται κυρίως σε βιολογικά και ψυχολογικά-ατομικιστικά αίτια (Gregory, 2005. Oliver, 1990. Papastathopoulos, 2020). Υπό αυτή την οπτική, απώτερος σκοπός είναι να ‘γίνουν’ τα άτομα με αναπηρία όσο πιο “κανονικά” είναι δυνατόν (Gregory, 2005). Φαίνεται ότι εξαιτίας της αναπηρίας τα άτομα γίνονται κάτι λιγότερο από άτομα(!), διότι: α. είναι παθητικά υποκείμενα, εφόσον απλά τους έτυχε κάτι (τραγωδία), στο οποίο δεν έχουν τα ίδια την δυνατότητα να εμπλακούν (Oliver, 1990. Papastathopoulos, 2020), β. κατηγοριοποιούνται με χαρακτηριστικά μιας “κανονικότητας/φυσιολογικότητας” στην οποία δεν συμπεριλαμβάνονται, οπότε δεν θεωρούνται κανονικά (Gregory, 2005. Papastathopoulos, 2020), γ. χρειάζεται να προσπαθήσουν να γίνουν όσο περισσότερο “κανονικά” γίνεται, με διάφορους ατομικούς τρόπους(άρνηση αναπηρίας) (Gregory, 2005) και με την λήψη υποστήριξης από ειδικό περιβάλλον που θα βοηθήσει στην προσαρμογή τους (πχ ιατρικής) (Oliver, 1990. Papastathopoulos, 2020).
Βλέποντας την αναπηρία με την προαναφερθείσα οπτική, ως κάτι “άλλο/διαφορετικό”, δημιουργούνται περιορισμοί για τα άτομα αυτά σε πολλαπλούς τομείς, όπως “στην κινητική πρόσβαση, στην επικοινωνία και στην πρόσβαση σε πληροφορίες, στον εργασιακό τομέα”, στην ορατότητα των εμπειριών τους, στην εκμετάλλευση οφελών τους, στην ίση μεταχείριση (Papastathopoulos, 2020). Ένα παράδειγμα αντίληψης των ατόμων με αναπηρία ως “άλλων” σκιαγραφείται στην ερώτηση: “Τα παιδιά με αναπηρία μπορούν να παίξουν;”, όπου το άτομο που θέτει την ερώτηση φαίνεται να υποστηρίζει την υπόθεση της αναπηρίας ως μια ανικανότητα, περιορίζοντας, διαχωρίζοντας και υποτιμώντας το παιχνίδι των παιδιών με αναπηρία (Goodley & Runswick‐Cole, 2010). Η ίδια προβληματική οπτική έχει φανεί ακόμη και σε ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες που ένα άτομο με αναπηρία μπορεί να υποστεί διάκριση από τον ψυχοθεραπευτή ως να είναι κάτι ‘διαφορετικό’. Σε περιπτώσεις που εκείνος (ο ψυχοθεραπευτής) ξεκινά με την υπόθεση ότι το ζήτημα που φέρνει εκεί τον θεραπευόμενο, προέρχεται από την ίδια την αναπηρία (Banks, 2010), περιορίζεται το θεραπευτικό ταξίδι και η θεραπευτική σχέση σε συνέπειες που υποτίθεται ότι υπάρχουν εξαιτίας της “αναπηρικής τραγωδίας” ή σε περιπτώσεις που παραπέμπεται το άτομο για ψυχολογική υποστήριξη, όπου η ίδια η αναπηρία θεωρείται ότι μπορεί να επηρεάζει το μυαλό του θεραπευόμενου, με θεραπευτικό σκοπό το να γίνει κανονικό, να προσαρμοστεί (Oliver, 1990). Έτσι, κατασκευάζοντας την “τραγωδία” της αναπηρίας για τα άτομα με αναπηρία ως ένα ατομικό ζήτημα, εξαφανίζεται η κοινωνική διαδικασία που εκτελείται για αυτή την κατασκευή και όλο το βάρος πέφτει στα ίδια τα “άτυχα” άτομα, τα οποία κάνουν κομμάτι τους τους λόγους για την αναπηρία, στους οποίους εκτίθενται (Papastathopoulos, 2020). Αν αποτύχουν να ενταχθούν στην κανονικότητα και τις συναφείς αντιλήψεις με αυτήν, η ευθύνη θεωρείται δική τους. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και όταν (κάποιες φορές) με τύπους της παραπάνω προσέγγισης μπορεί να αναγνωρίζεται η κοινωνική διάστασή της -αν και η εστίαση είναι συνήθως στο άτομο-, απουσιάζει η ορατότητά της ως κοινωνικό φαινόμενο (Oliver, 1990).
Διάβασε επίσης :
Ψtalk: “Πώς μπορώ να αποδεχθώ την αναπηρία μου και να χαίρομαι τη ζωή;”
Πιο συγκεκριμένα, από μια πιο κοινωνική προσέγγιση θα υποστηριζόταν πως ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζεται η εμπειρία της αναπηρίας, επηρεάζεται σημαντικά από το είδος της κοινωνίας, στην οποία ζουν τα άτομα (Oliver, 1990). Το τι πιστεύει κανείς για αυτή την έννοια, αποτελεί όψη της κοινωνικής πραγματικότητας. Μάλιστα, ο τρόπος που παράγεται πολιτισμικά σχετίζεται με τον τύπο της οικονομίας και της σκέψης μιας κοινωνίας. Αναφέρεται ότι με την Βιομηχανική Επανάσταση και την άνοδο του καπιταλισμού, ισχυροποιήθηκαν οι ορισμοί της αναπηρίας, περιθωριοποιήθηκαν οι “μη ικανοί εργαζόμενοι” (ανάπηροι) και έγινε εστίαση στην “κανονικοποίηση” (Gregory, 2005. Oliver, 1990). Βέβαια, το ζήτημα φαίνεται να γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο, συμπεριλαμβάνοντας το φύλο και την φυλή (Banks, 2010. Oliver, 1990). Πάντως, η αναπηρία δεν αποτελεί κάτι το στατικό. Ορίζεται από την πολιτική, μέσω της οποίας υπάρχουν πυρηνικά κτισμένες ιδεολογίες για αυτήν, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε κοινή λογική στην κοινωνία (Oliver, 1990).
Παρακολουθώντας την οπτική και βίωμα των ίδιων των ατόμων με αναπηρία (1976), προτάσσονται οι εξής ορισμοί:
- ως Βλάβη: η απώλεια μέρους ή ολόκληρου άκρου ή ύπαρξη ελαττωματικού άκρου, οργάνου ή μηχανισμού του σώματος
- ως Αναπηρία: η μειονεξία ή ο περιορισμός της δραστηριότητας που προκαλείται από κάποιον σύγχρονο κοινωνικό οργανισμό, ο οποίος λαμβάνει ελάχιστα ή καθόλου υπόψη του τους ανθρώπους με σωματικές βλάβες και επομένως τους αποκλείουν από την συμμετοχή στο ευρύτερο σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων
Εδώ η αιτία της αναπηρίας βρίσκεται μες την κοινωνία κι όχι στο άτομο, θεωρείται κοινωνικό φαινόμενο και επιφέρει περιορισμούς, διακρίσεις και αποκλεισμούς στα ανάπηρα άτομα (Oliver, 1990. Papastathopoulos, 2020). Τα ίδια τα (“κανονικά”) άτομα είναι που καθιστούν άλλα άτομα ανάπηρα, λόγω της αποτυχίας τους να αντιληφθούν αλλιώς τα ζητήματα (η ατομική ευθύνη του ατόμου εδώ, συμπλέκεται με την κοινή λογική που αναφέρθηκε παραπάνω). Για παράδειγμα, το αναπηρικό καρότσι θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό και ως ένα απελευθερωτικός, βοηθητικός τρόπος να μετακινηθεί και κινηθεί το άτομο ή η νοηματική σαν γλώσσα που μαθαίνουμε για να επικοινωνήσουμε με άτομα, όπως μαθαίνουμε άλλες γλώσσες (Gregory, 2005. Oliver, 1990). Οπότε, οι κοινωνικές σημασίες που προσδίδονται σε φυσικές και νοητικές βλάβες είναι κρίσιμες για το πώς μετέπειτα θα γίνουν κάποια θέματα πρακτικά ζητήματα για τις ζωές ανθρώπων (Oliver, 1990).
Ο Oliver υποστηρίζει ότι “η θεώρηση της κοινωνικής επιτέλεσης τοποθετεί το πρόβλημα μέσα στις θεσμοποιημένες πρακτικές της κοινωνίας”. Εφόσον, λοιπόν, το ζήτημα της αναπηρίας είναι κοινωνικό (υπό μια κοινωνική προσέγγιση), η κοινωνική αλλαγή καθίσταται απελευθερωτικά αναγκαία και ίσως να μπορεί να ξεκινήσει μέσω της βελτίωσης των υλικών συνθηκών και των κοινωνικών σχέσεων της αναπηρίας. Παρατήρησε, πότε εσύ μέσω του λόγου και των πράξεών σου επιτελείς την ατομικιστική προσέγγιση της αναπηρίας και προσπάθησε την επόμενη στιγμή (μετά την εντόπιση), να την αναδιαπραγματευτείς με μια κοινωνικής προσέγγισης κίνηση.
Πόσο διαφορετικός γίνεται ο μικρόκοσμός σου και ταυτόχρονα τι κοινωνικό αποτέλεσμα έχει αυτή η πράξη ;
Βιβλιογραφία
Banks, M. E. (2010). Feminist psychology and women with disabilities: An emerging alliance. Psychology of Women Quarterly, 34(4), 431-442.
Goodley, D., & Runswick‐Cole, K. (2010). Emancipating play: Dis/abled children, development and deconstruction. Disability & society, 25(4), 499-512.
Gregory, S. (2005). Ο ανάπηρος εαυτός (κείμενο Γ). Σε M. Wetherell, Κ. Γιανναδάκη (Επιμ.), Ν. Μποζατζής (μετάφρ.), Ταυτότητες, Ομάδες και Κοινωνικά Ζητήματα (σελ. 481-490). Εκδόσεις: Μεταίχμιο.
Oliver, M. (1990). Αναπηρία και Πολιτική (Γ. Καραγιάννη, επιμ., Θ. Μπεκερίδου, μετάφρ.). Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ.
Papastathopoulos, S. (2020, Απρίλιος). Σχέσεις συνομηλίκων, Αναπτυξιακή Ψυχολογία ΙΙ (διαφάνειες μαθήματος 16-21). Τμήμα Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
*Η εικόνα δημιουργήθηκε από την συγγραφέα του άρθρου